Κριτική από την θεατρολόγο Πηνελόπη Αβούρη στην Ημέρα τση Ζάκυθος

Αγία Μαρία Αιγιπτία μου, προστάτισσα των αμαρτωλών κάνε να έχω σουξέ απόψε και σου τάζω ίσα με το μπόι σου ένα…


Στο ζεστό και χαριτωμένο θεατράκι που λειτουργεί τα τελευταία χρόνια στον χώρο του Αυριακού, οι ηθοποιοί του «Θεάτρου τση Ζάκυθος» παρουσιάζουν τρία συμβάντα – θραύσματα της νεοελληνικής πραγματικότητας, δυο μονόπρακτα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και ένα τρίτο που στο λιτό πρόγραμμα της παράστασης αναφέρεται ως «συλλογική διασκευή».


Την σκηνοθετική εκφώνηση του πρώτου μονόπρακτου υπογράφουν από κοινού ο Κώστας Καποδίστριας και η Κατερίνα Πολυχρονοπούλου και η σκηνική τους γραφή βασίστηκε στην χρήση του σώματος και της φωνής του ηθοποιού Γιώργου Βούτου ως βασικών εργαλείων της παράστασης.


Την συνειδητά επιλεγμένη λιτότητα του σκηνικού, επιμελήθηκε η κόρη του συγγραφέα σκηνογράφος και ενδυματολόγος Κατερίνα Καμπανέλλη. Ένα τραπέζι τοποθετημένο μπροστά από την έντονα κόκκινη κουρτίνα και σκεπασμένο με μαύρο πανί, λειτουργεί ως σημειωτική αντίθεση με τον τίτλο του μονόπρακτου: «ο πανηγυρικός» και υπαινίσσεται κομψά τις αντιφάσεις που εμπεριέχονται στο κείμενο και τονίζονται σοφά από την σκηνοθετική προσέγγιση. Μοναδικό – και με λειτουργική χρήση – σκηνικό αντικείμενο ένα ποτήρι νερό, που θα χρησιμοποιηθεί από τον ομιλητή κατά την διάρκεια του «Πανηγυρικού» για να βρέξει τα ξεραμένα του χείλη.
Η εισαγωγή μας στον κόσμο του Καμπανέλλη αποτελείται από μια γρήγορη εναλλαγή αντιθετικών μουσικών ακουσμάτων που επέλεξε ο Βασίλης Σταμάτης και κρατούν λιγότερο από ένα λεπτό, υποβλητική κλασική μουσική, τσάμικο και ένα εμβατήριο που «μυρίζει» 21η Απριλίου. Ο δήμαρχος μιας μικρής ανώνυμης κωμόπολης της ελληνικής επαρχίας, Γιώργος Βούτος , μπαίνει στην σκηνή κρατώντας ένα μπλε τετράδιο μεγάλου σχήματος για να εκφωνήσει τον πανηγυρικό της ημέρας. Φέρει μουστακάκι «αλλά Χίτλερ» και η επίσημη στολή του αποτελείται από γκρι κοστούμι, λευκό πουκάμισο και μαύρη λεπτή γραβάτα «κηδειών».


Ο Βούτος έχει σκηνική εμπειρία και τον πλήρη έλεγχο των φωνητικών και σωματικών του δυνατοτήτων με αποτέλεσμα να προσφέρει στους θεατές ένα ρεσιτάλ ερμηνείας στον ρόλο του δήμαρχου που κινείται, χειρονομεί και υψώνει τον τόνο της φωνής του όπως ο Χίτλερ στους προπαγανδιστικούς του λόγους.
Με τις πολλαπλές μιμήσεις των κατοίκων της κωμόπολης που επιχειρεί με δεξιοτεχνία και λιτότητα μας επιδεικνύει το ευρύ φάσμα των υποκριτικών του ικανοτήτων υποδεικνύοντας παράλληλα την κατάσταση της ανομίας η οποία σε κοινωνικό επίπεδο προσδιορίζει το σύνολο των κοινωνικών αναταραχών που απορρέουν από την βαθύτερη αλλαγή της δομής του κοινωνικού συνόλου της κωμόπολης. Το ανομικό φαινόμενο καθίσταται δημιουργό στοιχείο των κοινωνικών και διανθρώπινων σχέσεων που ο ηθοποιός ζωντανεύει πειστικά και με μπρίο: το ζευγάρι που τσακώνεται, τον έφηβο με την τσίκλα και τις αναρχοκομουνιστικές ιδέες και τον φοβισμένο κακομοίρη μπαμπά του, την κοπελίτσα που ονειρεύεται να πάει στην Αθήνα να κάνει την τύχη της και τους άλλους κατοίκους της φανταστικής αυτής κοινότητας.


Η σκληρή και ειλικρινής περιγραφή του ανομικού γίγνεσθαι της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας από τον συγγραφέα μετατρέπει τον «Πανηγυρικό» του δημάρχου σε παραλήρημα. Η έλλειψη εντιμότητας του διορισμένου από την «επαναστατική» κυβέρνηση άρχοντα της τοπικής αυτοδιοίκησης έχει ως επίπτωση τις αρνητικές αντιδράσεις των δημοτών αλλά και των οικείων του που με τις λέξεις «άμα γίνουν εκλογές θα τα πούμε» εκφράζουν την αντίθεσή τους στις πράξεις του. Η ερμηνεία της μανιοκατάθλιψης αλλά και της μανίας καταδιώξεως που προκαλούν στον αντι – ήρωα οι λέξεις αυτές, είναι λεπτομερείς και πειστικές από τα γουρλωμένα πανικόβλητα μάτια ως το τικ στα δάκτυλα του ερμηνευτή που σηματοδοτεί το άγχος και τον πανικό του.


Στον «Επικήδειο», το δεύτερο μονόπρακτο της παράστασης η Κατερίνα Πολυχρονοπούλου δίδαξε τον Κώστα Καποδίστρια που στον ρόλο του σιτεμένου, νευρωτικού και ολίγον gay συγγραφέα ο οποίος προσπαθεί παντίοις τρόποις να εξασφαλίσει την υστεροφημία του και την θέση του στο Α΄ νεκροταφείο της Αθήνας, είχε μια αξιοπρεπή ερμηνεία με πολύ καλές στιγμές που προκάλεσαν το γέλιο αλλά και την συγκίνηση στους θεατές του.
Η Κατερίνα Καμπανέλλη αξιοποίησε σκηνικά το ίδιο τραπέζι του πρώτου μονόπρακτου μετατρέποντας το σε γραφείο με την προσθήκη χρηστικών αντικειμένων, μιας μεγάλου σχήματος ατζέντας, ενός πορτατίφ, ενός τηλεφώνου, μερικών βιβλίων και ενός ρολογιού χειρός και καλώντας τους θεατές να επικεντρώσουν την προσοχή τους στον τρόπο, με τον οποίο εικόνες και σύμβολα, αλλάζουν νόημα σε διαφορετικά συμφραζόμενα, αποκαλύπτοντας τις διαδικασίες συγκρότησης του νοήματος. Μια πολυθρόνα από σκαλιστό ξύλο και δέρμα υπεδείκνυε το εκλεπτυσμένο γούστο του επιτυχημένου μεσοαστού συγγραφέα.
Ο Κώστας Καποδίστριας μπαίνει στην σκηνή με μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο επιστρέφοντας από την κηδεία ενός ομοτέχνου του, φοράει όμως χαμηλές μπότες αντί για τα must σε τέτοιες περιπτώσεις σκαρπίνια , μια ενδυματολογική λεπτομέρεια που λειτουργεί σκηνικά χαρακτηρίζοντας σιωπηρά το ποιόν του πρόσωπου που υποδύεται ο ηθοποιός. Η κινησιολογία του υπήρξε προσεκτικά δουλεμένη και επιτυχημένη παρόλο που η τηλεφωνική συνδιάλεξη τον εγκλώβιζε σχεδόν όλες τις στιγμές σε καθιστή στάση, οι εκφράσεις του προσώπου του μας έκαναν κοινωνούς σε μια σωρεία συναισθημάτων – και το θεατράκι του Αυριακού βοηθούσε με την μικρή του χωρητικότητα να έχουν όλοι οι θεατές άριστη θέα των εκφραστικών εναλλαγών στο πρόσωπο του.
Το «συλλογικά διασκευασμένο» τρίτο μονόπρακτο που σκηνοθέτησε ο Κώστας Καποδίστριας και έντυσε μουσικά η ζεστή φωνή του Διονύση Ποταμίτη που ερμήνευσε κουπλέ από ξεχασμένα σουξεδάκια των μπουλουκιών, μας μετέφερε στα παρασκήνια του τσίρκου λίγο πριν ξεσπάσει ένα κάποιο «κίνημα». Το καμαρίνι ενός «μπουλουκτζή» ηθοποιού σκηνογραφημένο από τον Διονύση Καλαμαρά παραγεμισμένο με μπόγους, πεταμένα ρούχα, καλλυντικά και αξεσουάρ είχε έναν πρόσχαρο αέρα ανεμελιάς και ακαταστασίας με το οποίο αντέφασκε η, ντυμένη με τα ρούχα του απόντος συμπρωταγωνιστή του, κούκλα. Η κούκλα που από σκηνικό αντικείμενο, μια απλή υπόμνηση του νεκρού, μεταλλασσόταν κατά την διάρκεια της παράστασης σε ζώντα οργανισμό προς τον οποίο απεύθυναν ο Μεμάς και η Μερόπη τον θυμό και την απελπισία τους, τα προδομένα τους όνειρα που στο παρελθόν μοιράστηκαν μαζί του και τις γλυκόπικρες αναμνήσεις τους.
Ο Γιώργος Βούτος διαχειρίστηκε χωρίς εξάρσεις αλλά με λιτότητα και αξιοπρέπεια τον μικρό αλλά λειτουργικό ρόλο του ιδιοκτήτη του τσίρκου.


Η Διονυσία Καραγιαννοπούλου ερμήνευσε ευρηματικά την πολύπλευρη προσωπικότητα της Μερόπης που είναι και πενθούσα (πρώην) σύζυγος, και μοιραία γυναίκα, και ερωτευμένη με έναν σκληρό και τσαμπουκαλή άντρα που τον φοβάται λιγάκι αλλά και τον χρησιμοποιεί για να φοβερίζει τον Μεμά, και απογοητευμένη επίδοξη ηθοποιός, και σκληραγωγημένη από τις κακουχίες και τρυφερή και ονειροπόλα και κυνική απολογήτρια της ζωής των γυναικών στα μπουλούκια που όργωναν την ελληνική επαρχία ως τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Ο Διονύσης Ποταμίτης απέδωσε τον ρόλο του Μεμά, ενός ήρωα που αδυνατεί να οργανώσει το παρελθόν και το μέλλον του σε συνεκτική εμπειρία, καταλήγοντας έτσι στην χωροχρονική ανα-παραγωγή μιας σωρείας νοσταλγικών θραυσμάτων, με λεπτότητα και ευαισθησία. Εστιάσε την ερμηνεία του στις μικρές καθημερινές λεπτομέρειες της ζωής του άσημου και φτωχού ηθοποιού που προσπαθεί να επιβιώσει, την λαχτάρα του να γίνει γνωστός, την αγωνία του πριν την παράσταση, τον επαγγελματικό ανταγωνισμό που εκφράζει ακόμα και προς τον μοναδικό του φίλο και πάνω από όλα στη μοναξιά που τον κυκλώνει από όλες τις μεριές όταν χάνει αυτόν τον φίλο.


Τρία μονόπρακτα λοιπόν σε μια συνολικά αξιόλογη επαγγελματική παράσταση, που επειδή ζούμε στην Ζάκυνθο των (κακώς εννοημένων) ερασιτεχνικών αντιλήψεων περί παραστάσεως – φωτεινή και επαγγελματικότατη εξαίρεση αποτέλεσε φέτος το «Γλέντι» που σκηνοθέτησε η Μαρία Λουίζα Παπαδοπούλου – αξίζει να την δει και το ευρύ κοινό της «μικρής μας πόλης» και οι … κατά δήλωσιν ζακύνθιοι σκηνοθέτες! Αυτοί οι τελευταίοι , έχουν να διδαχτούν πολλά…

Comments

Popular posts from this blog

ΧΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΟΥΖΕΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ

Ιστορικό του "Θέατρο τση Ζάκυθος"

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΤΟΥ ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΛΑΙΑ ΤΕΧΝΗΣ